- ἀφυπνισμός
- ἀφυπν-ισμός, ὁ,A keeping awake, Eust.1297.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφυπνισμόν — ἀφυπνισμός keeping awake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)